Μεγάλη αναταραχή, καθόλου υπέροχη κατάσταση
Άρθρο γνώμης
Οι εικόνες βίας ανάμεσα σε αστυνομικούς και αγρότες δεν είναι πια στιγμιαίες εξάρσεις· έχουν γίνει η νέα «κανονικότητα». Η ράβδος που κατεβαίνει, το δακρυγόνο που εκτοξεύεται, η πέτρα που επιστρέφει. Μια σύγκρουση χωρίς νικητές, όπου οι μεν αποκαλούνται «ταραξίες», οι δε «όργανα καταστολής». Και κάπου ανάμεσα, η κοινωνία που παρακολουθεί αποσβολωμένη.
Οι αγρότες δεν βρίσκονται στους δρόμους για χόμπι ούτε από ιδεολογική εμμονή. Είναι εκεί γιατί νιώθουν ότι το οικονομικό και πολιτικό σύστημα τούς έχει στριμώξει στον τοίχο: αυξημένα κόστη, αβεβαιότητα, υποτίμηση της παραγωγής τους και —το πιο εξοργιστικό— η συστηματική καθυστέρηση ή μη απόδοση χρημάτων και ενισχύσεων που δικαιούνται. Η διαμαρτυρία τους έχει χαρακτήρα ύστατου μέσου επιβίωσης.
Απέναντί τους δεν στέκονται κάποιοι προνομιούχοι. Στέκονται αστυνομικοί που κι αυτοί παλεύουν για το δικό τους μεροκάματο, άνθρωποι μισθωτοί με οικογένειες. Δεν επιλέγουν αυτοί τη σύγκρουση — εκτελούν εντολές της πολιτικής ηγεσίας, βάζουν τα σώματά τους ως ασπίδα της κρατικής ισχύος. Το προσωπικό τους συναίσθημα και η κρίση τους δεν έχουν θέση όταν η εντολή είναι «καταστολή».
Κι όμως, στη χώρα αυτή μοιάζουμε να έχουμε ξεχάσει κάτι θεμελιώδες: ότι και οι δύο πλευρές ανήκουν στην ίδια κοινωνία. Δεν είναι εχθροί. Γίνονται εχθροί μόνο όταν η Πολιτεία αποτυγχάνει να προσφέρει χώρο θεσμικού διαλόγου. Όταν η διακυβέρνηση μετατρέπεται σε διαχείριση της έντασης. Όταν η εξουσία, αντί να επιλύει, αφήνει τη σύγκρουση να σιγοκαίει — ίσως γιατί βολεύει παρασκηνιακά σχέδια, ίσως γιατί αποπροσανατολίζει από άλλα μέτωπα.
Η γνωστή μαοϊκή φράση «μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση» ειρωνεύεται πλέον την πραγματικότητα που ζούμε: για ποιον είναι «υπέροχη»; Για τους ανθρώπους που αναπνέουν χημικά; Για τους καλλιεργητές που βλέπουν το βιος τους να χάνεται; Για τους αστυνομικούς που γυρνάνε σπίτι τους τραυματισμένοι ή ενοχικοί που συμμετείχαν σε μια σύγκρουση που δεν διάλεξαν;
Η δημοκρατία δεν δυναμώνει από την πόλωση. Δυναμώνει από τον διάλογο και τη δικαιοσύνη. Κι όταν η κυβέρνηση επιλέγει την καταστολή αντί της ακρόασης —ή όταν μετατρέπει τις θεσμικές δεσμεύσεις προς τους πολίτες σε λογιστική αλχημεία— τότε η βία γίνεται η μόνη γλώσσα που μένει. Και είναι η πιο φτωχή γλώσσα της πολιτικής.
Αν κάτι πρέπει να μας ανησυχήσει, δεν είναι μόνο οι πέτρες και τα γκλομπ. Είναι ότι συνηθίζουμε να τα βλέπουμε. Ότι η κοινωνία μας αρχίζει να δέχεται την αναταραχή ως φυσιολογική. Εκεί ξεκινάει η πραγματική παρακμή: όταν η εξουσία θεωρεί τη σύγκρουση εργαλείο και ο πολίτης θεωρεί την αδικία μοιραία.
Η λύση δεν είναι να «βαράμε» ο ένας τον άλλον. Η λύση είναι να ακούμε, να διαπραγματευόμαστε, να θυμόμαστε ποιοι είμαστε: μια κοινότητα ανθρώπων που επιδιώκει να ζει με αξιοπρέπεια.
Η κεντρική εξουσία βλέπει, διατάζει την καταστολή αλλά… ξεχνά ότι η πραγματική ισχύς δεν βρίσκεται στην επιβολή, αλλά στην εμπιστοσύνη των πολιτών της και στο κράτος δικαίου.
Με εκτίμηση,
Γρηγόρης Τζιβελέκας
Α/Α ε.α.
Εντεταλμένος Δημοτικός Σύμβουλος Πολιτικής Προστασίας & Δημοτικής Αστυνομίας
Δήμου Νίκαιας - Αγ. Ι. Ρέντη
Δημοσίευση σχολίουDefault CommentsFacebook Comments