Όταν η εικόνα γίνεται ενοχή – και η προπαγάνδα θυμίζει Γκαίμπελς
Η εικόνα έχει δύναμη. Στην εποχή των κοινωνικών δικτύων και της ακαριαίας διάδοσης πληροφοριών, μια φωτογραφία μπορεί να αναδείξει, να συγκινήσει — αλλά και να καταστρέψει. Το έχουμε δει επανειλημμένα: πολιτικοί, συνδικαλιστές, δημόσια πρόσωπα ή ακόμη και απλοί πολίτες, να βρεθούν στο στόχαστρο όχι για κάτι που έκαναν, αλλά για το ποιος στεκόταν δίπλα τους τη στιγμή που τραβήχτηκε το καρέ.
Το σενάριο είναι γνώριμο: εμφανίζεται μια φωτογραφία με δύο ανθρώπους. Ο ένας, μήνες ή χρόνια αργότερα, κατηγορείται ή καταδικάζεται για κάποιο αδίκημα. Αυτομάτως, ο άλλος γίνεται «ύποπτος», «συνένοχος» ή «συνυπεύθυνος» στα μάτια της κοινής γνώμης, μόνο και μόνο επειδή βρέθηκε στο ίδιο κάδρο.
Αυτή η λογική της συλλογικής ενοχής είναι επικίνδυνη. Παραβλέπει το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων φωτογραφίζεται με δεκάδες άτομα στη διάρκεια της ζωής της, χωρίς να γνωρίζει το πλήρες παρελθόν ή το μέλλον τους. Στον δημόσιο βίο, δε, οι φωτογραφίες με γνωστούς ή άγνωστους είναι μέρος της καθημερινότητας.
Κι όμως, η πολιτική και συνδικαλιστική αντιπαράθεση αξιοποιεί συχνά αυτήν την πρακτική ως όπλο. Η φωτογραφία γίνεται τεκμήριο ενοχής· η συνύπαρξη στο ίδιο κάδρο βαφτίζεται συνενοχή. Ό,τι ισχύει για τους πολιτικούς, ισχύει και για τους συνδικαλιστές, τους δημοσιογράφους, τους καλλιτέχνες — για οποιονδήποτε έχει δημόσια παρουσία.
Το μοτίβο δεν είναι νέο. Θυμίζει επικίνδυνα τις τακτικές του Γιόζεφ Γκαίμπελς, του διαβόητου υπουργού Προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ, που πίστευε ότι «ένα ψέμα, αν επαναληφθεί αρκετές φορές, γίνεται αλήθεια». Στη σημερινή εκδοχή, η φωτογραφία είναι το «ψέμα» που επαναλαμβάνεται, μέχρι να γίνει «απόδειξη».
Η αρχή της προσωπικής ευθύνης δεν είναι απλώς ηθική υποχρέωση· είναι νομική και συνταγματική κατοχύρωση. Στην Ελλάδα, η ευθύνη δεν μεταβιβάζεται λόγω γνωριμίας, συγγένειας ή παρουσίας σε μια φωτογραφία. Το αντίθετο, η ποινικοποίηση της εικόνας χωρίς στοιχεία αποτελεί προσβολή τόσο της αξιοπρέπειας όσο και της δημοκρατικής διαδικασίας.
Η δημόσια κριτική είναι θεμιτή όταν βασίζεται σε πράξεις και αποδείξεις. Όταν, όμως, αντικαθίσταται από υπονοούμενα και στιγμιότυπα, μετατρέπεται σε εργαλείο σπίλωσης. Και τότε, η συζήτηση δεν αφορά πια την ηθική ή τη νομιμότητα των πράξεων ενός προσώπου, αλλά την ικανότητα μιας κοινωνίας να προστατεύει την αλήθεια από τη διαστρέβλωση.
Γιατί, στο τέλος της ημέρας, η φωτογραφία μπορεί να λέει χίλιες λέξεις — αλλά αν αυτές οι λέξεις είναι ψευδείς, γίνονται όπλο που τραυματίζει αθώους.
Δημοσίευση σχολίουDefault CommentsFacebook Comments