Όταν η Δικαιοσύνη σιωπά – ή μιλά με άλλη γλώσσα
Η πρόταση του εισαγγελέα εφετών στη δίκη Φιλιππίδη δεν είναι απλώς μια εισαγγελική τοποθέτηση. Είναι μια κρυστάλλινη απεικόνιση του χάσματος ανάμεσα στη νομική ερμηνεία του βιασμού και την κοινωνική εμπειρία των θυμάτων.
Νομικά, ενδεχομένως να έχει τεκμηρίωση. Εμπειρικά όμως, και κοινωνικά, φωτίζει ένα σύστημα που ακόμα δυσπιστεί απέναντι σε ανθρώπους που καταγγέλλουν κακοποίηση – ειδικά όταν ο χρόνος έχει περάσει, τα στοιχεία έχουν σβηστεί και οι πληγές δεν φαίνονται με γυμνό μάτι.
Όταν ο εισαγγελέας αναφέρεται σε «38 αντιφάσεις» και στην απουσία... σαφούς στύσης ως ένδειξη, δεν κάνει απλώς νομική αξιολόγηση. Στέλνει και ένα μήνυμα. Και το μήνυμα είναι ότι αν δεν είσαι το «τέλειο θύμα», με άμεση αντίδραση, χωρίς φόβο, χωρίς μπλοκάρισμα, χωρίς αναστολή – τότε είσαι αμφίβολη, πιθανόν αναξιόπιστη. Και, πιθανώς, ο θύτης σου θα φύγει αθώος «λόγω αμφιβολιών».
Η Δικαιοσύνη οφείλει να λειτουργεί με τεκμήρια, εγγυήσεις και αυστηρές προϋποθέσεις. Αλλά όταν αγνοεί την ψυχολογία του τραύματος, τον χρόνο, την αναστολή, τον φόβο – τότε απλώς σβήνει την πραγματικότητα. Και δημιουργεί ένα κλίμα όπου τα θύματα παροτρύνονται να σωπάσουν. Ή να αυτολογοκριθούν πριν τολμήσουν να μιλήσουν.
Στην εποχή του #MeToo, η απόσταση ανάμεσα στο «δεν υπάρχουν στοιχεία» και στο «δεν σε πιστεύουμε» παραμένει επώδυνα μικρή. Και όταν αυτό εκφέρεται με τη βαρύτητα της εισαγγελικής έδρας, αποκτά χαρακτήρα κανονικοποίησης.
Το δικαστήριο έχει τον τελευταίο λόγο. Η κοινωνία όμως οφείλει να επαγρυπνεί. Διότι η σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι απλώς ένα νομικό περιστατικό. Είναι μια συνθήκη βίας που δεν σηκώνει λογιστικά ισοζύγια – σηκώνει ευθύνη, αλήθεια και τόλμη.
Δημοσίευση σχολίουDefault CommentsFacebook Comments