Το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ και οι «παράπλευρες» συνομιλίες: «Όταν δεν ψάχνεις πολιτικούς – αλλά τους βρίσκεις»
Καθώς οι αποκαλύψεις γύρω από την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ παίρνουν διαστάσεις που ξεπερνούν τη διαχείριση ευρωπαϊκών κονδυλίων και φτάνουν μέχρι τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ένα εύλογο ερώτημα ανακύπτει: Πώς και γιατί εμφανίζονται πολιτικά πρόσωπα σε μια δικογραφία όπου επισήμως δεν υπήρξε επισύνδεση σε βάρος τους;
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες και βάσει όσων έχουν προκύψει μέχρι στιγμής, δεν πραγματοποιήθηκαν άμεσες επισυνδέσεις (παρακολουθήσεις) σε πολιτικά πρόσωπα στο πλαίσιο της έρευνας για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Γι’ αυτόν τον λόγο, εξάλλου, δεν ενεργοποιήθηκε ούτε η θεσμική διαδικασία ενημέρωσης της ΑΔΑΕ (Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών), ούτε άλλη επίσημη κοινοποίηση.
Ωστόσο, στη δικογραφία περιλαμβάνονται συνομιλίες στις οποίες πολιτικά πρόσωπα εμφανίζονται να συνομιλούν με στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ ή άλλα πρόσωπα που βρίσκονταν σε παρακολούθηση. Αυτές οι καταγραφές δεν είναι αποτέλεσμα απευθείας παρακολούθησης των ίδιων των πολιτικών, αλλά «παρεμπίπτουσες» αναφορές που προκύπτουν ως φυσικό αποτέλεσμα των νομίμων επισυνδέσεων σε εμπλεκόμενα πρόσωπα της υπόθεσης.
Εδώ ακριβώς τίθεται το κρίσιμο πολιτικοθεσμικό ερώτημα: Πόσο επιβαρυντικές είναι οι καταγραφές αυτού του είδους για τους πολιτικούς που φέρονται να συνομιλούν με υπό διερεύνηση πρόσωπα; Πότε μια τέτοια συνομιλία είναι αθώα επαφή και πότε «δείγμα» εμπλοκής;
Το ζήτημα είναι ακόμη πιο περίπλοκο όταν υπενθυμιστεί πως την έρευνα δεν διεξήγαγε η ΕΥΠ, όπως εσφαλμένα διακινήθηκε σε αρχικά δημοσιεύματα, αλλά η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., κατόπιν εντολής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Οι παρακολουθήσεις πραγματοποιήθηκαν από τη Διεύθυνση Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών (ΔΙΔΑΠ) της ΕΛ.ΑΣ., μια υπηρεσία γνωστή για τη λειτουργική της «στεγανότητα» – κάτι που εξηγεί γιατί δεν υπήρξαν διαρροές κατά τη διάρκεια της επιχείρησης.
Υπό αυτό το πρίσμα, γίνεται ξεκάθαρο πως η εμπλοκή πολιτικών προσώπων στη δικογραφία, μέσω συνομιλιών με ελεγχόμενους υπαλλήλους ή επιχειρηματίες, δεν αποτελεί απόδειξη ενοχής – αλλά σίγουρα δημιουργεί πολιτική πίεση, ιδίως όταν τα εν λόγω πρόσωπα κατείχαν ή κατέχουν κυβερνητικές θέσεις.
Το πολιτικό διακύβευμα δεν είναι μικρό. Η συζήτηση που αναπτύσσεται παρασκηνιακά στο εσωτερικό της κυβερνητικής πλειοψηφίας φανερώνει έντονη ανησυχία για την «ακτινοβολία» του σκανδάλου, το οποίο αγγίζει ταυτόχρονα ζητήματα θεσμικής λειτουργίας, ευρωπαϊκής χρηματοδότησης και πολιτικής ηθικής.
Όπως εύστοχα αναφέρθηκε σε σχόλιο που κυκλοφόρησε πρόσφατα: «Δεν υπήρξε επισύνδεση με πολιτικά πρόσωπα, αλλά όταν οι συνομιλίες τους καταγράφονται επειδή συνομιλούν με διεφθαρμένους, τότε το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό αλλά πολιτικό.»
Η συνέχεια της έρευνας και η στάση της Δικαιοσύνης αναμένεται να ρίξουν περισσότερο φως. Το αν οι αποκαλύψεις αυτές θα οδηγήσουν σε ποινικές συνέπειες ή απλώς σε ηθικοπολιτικά ερωτήματα, θα εξαρτηθεί από το περιεχόμενο των καταγραφών και τη συνολική εικόνα που θα προκύψει.
Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ εξελίσσεται σε κρίσιμο τεστ για τη διαφάνεια, την ευθύνη και την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.
Δημοσίευση σχολίουDefault CommentsFacebook Comments