Οι Πόλεμοι του…Mπακαλιάρου
Μάθαμε πριν λίγες ημέρες πώς εισήχθη στη ζωή μας ο μπακαλιάρος, από τις κρύες και αφιλόξενες θάλασσες του Βορρά. Αυτή η ιστορία όμως, με έκανε να θυμηθώ μια σειρά συγκρούσεων που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όχι μεταξύ μιας χώρας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και μίας από το σιδηρούν παραπέτασμα, μα μεταξύ δύο συμμάχων χωρών, που ανήκαν και οι δύο στο ΝΑΤΟ.
Από το 1958 έως το 1976, τρεις θερμές διπλωματικές αντιπαραθέσεις έλαβαν χώρα ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ισλανδία, οι οποίες έμειναν στην ιστορία ως “οι πόλεμοι του μπακαλιάρου” (Cod Wars), ενώ στην Ισλανδία είναι γνωστές με τις ονομασίες Þorskastríðin (οι Πόλεμοι του Μπακαλιάρου) και Landhelgisstríðin (οι Πόλεμοι των Εγχώριων Υδάτων).Αιτία ήταν η διεκδίκηση ελέγχου των αλιευτικών πόρων στον Βόρειο Ατλαντικό, με την Ισλανδία να επιχειρεί να επεκτείνει μονομερώς την ΑΟΖ της, ενώ η Βρετανία να αντιδρά με στρατιωτική παρουσία. Η αλιεία αποτελούσε και αποτελεί τον βασικό αιμοδότη της ισλανδικής οικονομίας με τον μπακαλιάρο να συνιστά βασικό εξαγώγιμο προϊόν για όλους τους λαούς του κρύου Ατλαντικού. Το τέλος του Β΄Π.Π. έφερε την ραγδαία ανάπτυξη της αλιείας και παράλληλα την τρομερή μείωση του μπακαλιάρου στις αλιευτικές ζώνες της περιοχής.
Μεγάλο μέρος του αλιευτικού στόλου των Βρετανών, ήδη προσανατολίζονταν προς τη θαλάσσια περιοχή γύρω από την Ισλανδία όπου ζουν τεράστιες ποσότητες αυτών των αλιευμάτων, από τον ύστερο Μεσαίωνα. Στα τέλη δε του 14ου αιώνα ήταν τόσο πολυπληθής η παρουσία των Βρετανών ψαράδων στα νερά της Ισλανδίας, που προκάλεσε τη διαμαρτυρία του βασιλιά της Δανίας ‘Ερικ (η Δανία είχε την επικυριαρχία της Ισλανδίας και των νησιών Φερόες) προς τον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Ε’.
Η διένεξη αυτή δεν κατέστη δυνατόν να επιλυθεί αποτελεσματικά για μερικούς αιώνες. Όμως το 1901 υπογράφηκε μια Αγγλο-Δανική συμφωνία “περί καθορισμού των χωρικών υδάτων”. Συμφωνήθηκε τότε ότι η Ισλανδία δικαιούται να έχει χωρικά ύδατα μέχρι 3 ναυτικά μίλια από τις ακτές της (ο περίφημος κανόνας του βεληνεκούς ενός κανονιού), όπου θα απαγορεύεται η αλιεία από κάθε τρίτη χώρα. Η διάρκεια της συμφωνίας καθορίστηκε σε 50 έτη. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι σε αυτή τη συμφωνία η μεγάλη χαμένη ήταν η Ισλανδία, αφού τα Βρετανικά αλιευτικά αλώνιζαν ελεύθερα μέχρι και 3 μίλια από τις ακτές της.
Εν τω μεταξύ, ένταση είχε προκληθεί στις ακτές της Νορβηγίας το 1930, στην επίλυση της οποίας βασίστηκε η Ισλανδία αργότερα για να ορίσει την δική της Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Τότε, η προπολεμική κυβέρνηση της Νορβηγίας διεκδίκησε τέσσερα μίλια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και απαίτησε από το Ηνωμένο Βασίλειο να μην εισέρχεται μέσα σε αυτήν την περιοχή. Το Ηνωμένο Βασίλειο, με την σειρά του, έθιξε το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο, το οποίο με την απόφασή του δικαίωσε τη Νορβηγία. Το 1949, 2 χρόνια πριν τη λήξη ισχύος της Αγγλο-Δανικής συμφωνίας, οι Ισλανδοί (που από το 1944 είχαν πλέον γίνει ανεξάρτητο κράτος) ξεκίνησαν τη διαδικασία αναθεώρησής της.
Α’ Πόλεμος του Μπακαλιάρου (1958)
Ο πρώτος πόλεμος ξεκίνησε την 1η Σεπτεμβρίου 1958, όταν η Ισλανδία επέκτεινε μονομερώς τη ζώνη αλιείας της από 4 σε 12 ναυτικά μίλια (22,2 χλμ.). Η Βρετανία, που είχε ήδη 20 αλιευτικά και 4 πολεμικά πλοία στην περιοχή, αρνήθηκε να αναγνωρίσει την αλλαγή, οδηγώντας σε αναίμακτες ναυτικές συμπλοκές. Ισλανδικά περιπολικά σκάφη (μόλις 7) αντιμετώπισαν 53 βρετανικά πλοία, με προειδοποιητικά πυρά και προσπάθειες αναχαίτισης.
Στις 12 Νοεμβρίου 1958, οι δύο πλευρές συμφώνησαν να επιτρέψουν την αλιεία σε συγκεκριμένες ζώνες (6–12 μίλια) και να παραπέμψουν το ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Καθώς τα παγκόσμια αποθέματα των ψαριών μειώνονταν δραστικά, η Ισλανδία κήρυξε μια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, που ξεπερνούσε τα χωρικά της ύδατα και παράλληλα ενίσχυσε τις ποσοστώσεις που είχε θέσει στις γειτονικές της χώρες.
Β’ Πόλεμος του Μπακαλιάρου (1972–1973)
Δέκα χρόνια αργότερα, η Ισλανδία επέκτεινε εκ νέου την ΑΟΖ της στα 50 ναυτικά μίλια (93 χλμ.), προκαλώντας νέα κρίση. Το βρετανικό ναυτικό στάλθηκε για προστασία βρετανικών και δυτικογερμανικών αλιευτικών, ενώ τα ισλανδικά σκάφη άρχισαν να κόβουν τα δίχτυα των ξένων τράτων, μια τακτική που προκάλεσε σοβαρές ζημιές.
Για πάνω από ένα χρόνο, τα ισλανδικά πλοία (ενισχυμένα με στρατιωτικό προσωπικό) αντιμετώπιζαν βρετανικές φρεγάτες, με περιστατικά διεμβολισμού και απειλές για χρήση βίας. Μετά από σειρά διαπραγματεύσεων εντός του NATO και αφού η ισλανδική κυβέρνηση απειλούσε με αποχώρηση από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, στις 8 Νοεμβρίου 1973 επιτεύχθηκε συμφωνία που επέτρεπε -όπως το 1958- στους Βρετανούς να αλιεύουν σε συγκεκριμένες ζώνες, εντός των 50 μιλίων. Η συμφωνία πρόβλεπε και ανώτατο όριο αλιευμάτων για τους Βρετανούς τους 130.000 τόνους ετησίως. Όταν όμως έληξε η διετής διάρκειά της, το Νοέμβριο του 1975, προκλήθηκε ο Γ΄ Πόλεμος του Μπακαλιάρου. Στο μεταξύ, η Δυτική Γερμανία δεν αποδέχθηκε ανάλογη συμφωνία και έκλεισε τα λιμάνια της στα ισλανδικά σκάφη, απαγορεύοντάς τους να ελλιμενίζονται εκεί.
Γ’ Πόλεμος του Μπακαλιάρου (1975–1976)
Ο πιο έντονος πόλεμος ξέσπασε το Νοέμβριο του 1975, όταν η Ισλανδία επέκτεινε την ΑΟΖ της στα 200 ναυτικά μίλια (370 χλμ.). Η Βρετανία, που δεν αναγνώρισε την αλλαγή, έστειλε φρεγάτες για προστασία των ψαράδων της, ενώ η Ισλανδία απάντησε με απειλές για κλείσιμο της στρατιωτικής βάσης του NATO στο Κεφλαβίκ.
Σε 55 περιστατικά έντασης σε λιγότερο από έναν χρόνο, τα ισλανδικά σκάφη συνέχισαν να κόβουν δίχτυα, ενώ βρετανικές φρεγάτες διέμβολιζαν ισλανδικά πλοία, όπως το Tyr, το οποίο σχεδόν ανατράπηκε. Τελικά, η Βρετανία υποχώρησε, επιτρέποντας μόνο 24 πλοία το χρόνο στην αμφισβητούμενη ζώνη, ενώ η Ισλανδία διατήρησε την ΑΟΖ των 200 μιλίων.
Οι συγκρούσεις κατά τη διάρκεια των Πολέμων του Μπακαλιάρου, παρά τις έντονες ναυτικές συμπλοκές και τις στρατιωτικές κινήσεις. περιορίστηκαν σε προειδοποιητικά πυρά, κόψιμο διχτυών, διεμβολισμούς πλοίων και διπλωματικές πιέσεις, χωρίς να καταγραφούν θάνατοι. Αποτέλεσαν δε σημαντικό πεδίο δοκιμής για τη διεθνή θαλάσσια νομοθεσία. Οι συγκρούσεις οδήγησαν σε παγκόσμια αναγνώριση της ΑΟΖ των 200 μιλίων, μια αρχή που υιοθετήθηκε αργότερα από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) το 1982.
Η Ισλανδία, με αποφασιστικότητα και στρατηγική, κατόρθωσε να επιβάλει τα συμφέροντά της έναντι μιας μεγάλης δύναμης, δείχνοντας ότι η γεωπολιτική θέληση μπορεί να υπερνικήσει ακόμη και τον «Γολιάθ». Με αφορμή τους Πολέμους του Μπακαλιάρου, σταδιακά οικοδόμησε μία στρατιωτικοποιημένη Ακτοφυλακή για την θαλάσσια της ασφάλεια, ένα ισχυρό σύστημα εναέριας ασφάλειας με τέσσερα συστήματα RADAR, καθώς και μία εθελοντική χερσαία Μονάδα Αντιμετώπισης Κρίσεων με συμμετοχή σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές. Το κύριο βάρος της ασφάλειάς βέβαια σε όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, στα πλαίσια της αντιμετώπισης της απειλής που αποτελούσε η Σοβιετική Ένωση για το λεγόμενο GIUK (Greenland, Iceland, and the UK) Gap, που ενώνει τον Αρκτικό Ωκεανό και το Νορβηγικό Πέλαγος με τον ανοικτό Ατλαντικό, το έφεραν οι Αμερικανικές Δυνάμεις που στάθμευαν στο νησί, καθώς και οι ΝΑΤΟϊκές δομές αέριας ασφάλειας και παρακολούθησης με επίκεντρο όπως προαναφέρθηκε, την αεροπορική βάση του ΝΑΤΟ στο Keflavík.

Δημοσίευση σχολίουDefault CommentsFacebook Comments