Τα καλύτερά μας χρόνια…
Έσβησαν σήμερα με τον θάνατο του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, κάπου στα βουνά της Γιούτα. Εκεί που του άρεσε για πάντα να μένει, κοντά στους δικούς του ανθρώπους. Σε ηλικία 89 ετών έσβησε σήμερα ο θρύλος του Χόλυγουντ. Ο Ρέντφορντ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ για δεκαετίες, εμφανιζόμενος σε μεγάλες επιτυχίες όπως «Οι δύο ληστές» και «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου». Αργότερα στη ζωή του ο Ρέντφορντ ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία και κέρδισε Όσκαρ για την ταινία «Συνηθισμένοι Άνθρωποι» του 1980. Το πάθος του για την τέχνη του κινηματογράφου τον οδήγησε στη δημιουργία του Sundance Institute, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που στηρίζει τον ανεξάρτητο κινηματογράφο και το θέατρο, και είναι γνωστός για το ετήσιο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance. Παράλληλα, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ υπήρξε αφοσιωμένος περιβαλλοντιστής· μετακόμισε στα βουνά της Γιούτα το 1961 και ηγήθηκε προσπαθειών για τη διατήρηση του φυσικού τοπίου της πολιτείας και της αμερικανικής Δύσης.
Ανήσυχη νεότητα
Γεννημένος στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, κοντά στο Λος Άντζελες, το 1936, ο πατέρας του Ρέντφορντ εργαζόταν πολλές ώρες ως γαλατάς και λογιστής, προτού μεταφέρει αργότερα την οικογένεια σε ένα μεγαλύτερο σπίτι στο κοντινό Βαν Νάις. «Δεν τον έβλεπα πολύ», θυμόταν ο Ρέντφορντ για τον πατέρα του, σε συνέντευξή του στο Inside the Actor’s Studio το 2005. Ωστόσο, ο Ρέντφορντ απείχε πολύ από το να θεωρείται υποδειγματικός μαθητής. «Δεν είχα υπομονή… Δεν είχα έμπνευση», θυμόταν. «Με ενδιέφερε περισσότερο να μπερδεύομαι με διάφορα και να αναζητώ περιπέτειες πέρα από τα όρια μέσα στα οποία μεγάλωνα». Ελκόμενος από τις τέχνες και τον αθλητισμό —και από μια ζωή μακριά από το απλωμένο Λος Άντζελες— ο Ρέντφορντ κέρδισε το 1955 υποτροφία για να παίξει μπέιζμπολ στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στο Μπόλντερ. Την ίδια χρονιά, η μητέρα του πέθανε. «Ήταν πολύ νέα, δεν είχε καν κλείσει τα 40», είπε. Ο Ρέντφορντ δήλωσε ότι η μητέρα του ήταν «πάντα πολύ υποστηρικτική (για την καριέρα μου)» — περισσότερο από τον πατέρα του. «Ο πατέρας μου ενηλικιώθηκε στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης και φοβόταν να ρισκάρει… γι’ αυτό ήθελε για μένα τον ίσιο και στενό δρόμο, στον οποίο απλώς δεν ήμουν φτιαγμένος να βαδίσω», είπε. «Η μητέρα μου, ό,τι κι αν έκανα, πάντα με συγχωρούσε και με στήριζε, πίστευε ότι μπορούσα να καταφέρω τα πάντα. Όταν έφυγα και πήγα στο Κολοράντο και εκείνη πέθανε, συνειδητοποίησα ότι ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να την ευχαριστήσω».
Ο Ρέντφορντ σύντομα στράφηκε στο ποτό, έχασε την υποτροφία του και τελικά του ζητήθηκε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο. Δούλεψε ως «roustabout» (εργάτης παντός τύπου) για την Standard Oil Company και αποταμίευσε τα κέρδη του για να συνεχίσει τις σπουδές του στην τέχνη στην Ευρώπη. «Ζούσα κυριολεκτικά με ότι έβγαζα, αλλά αυτό ήταν εντάξει», είπε ο Ρέντφορντ για την εποχή του στην Ευρώπη. «Ήθελα αυτή την περιπέτεια. Ήθελα την εμπειρία του να δω πώς είναι άλλοι πολιτισμοί».
Ένα αστέρι γεννιέται
Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, ο Ρέντφορντ άρχισε να σπουδάζει θέατρο στην American Academy of Dramatic Arts στη Νέα Υόρκη. Ντροπαλός και κλειστός, είπε ότι δεν ταίριαζε με τους άλλους σπουδαστές δραματικής που ανυπομονούσαν να δείξουν τις υποκριτικές τους ικανότητες. Μετά από μια παράσταση στην τάξη με έναν συμφοιτητή, που κατέληξε σε απογοήτευση και καταστροφή, ο Ρέντφορντ είπε ότι ο καθηγητής του τον τράβηξε στην άκρη και τον ενθάρρυνε να συνεχίσει την υποκριτική. Το 1959, αποφοίτησε από την ακαδημία και πήρε τον πρώτο του ρόλο σε επεισόδιο του Perry Mason. Από εκεί και πέρα, όπως είπε, «η καριέρα μου πήγαινε μόνο προς τα πάνω». Η μεγάλη του ευκαιρία ήρθε το 1963, όταν πρωταγωνίστησε στο έργο του Νιλ Σάιμον Barefoot in the Park στο Μπρόντγουεϊ — ρόλο που αργότερα επανέλαβε στον κινηματογράφο μαζί με την Τζέιν Φόντα. Την ίδια περίοδο, ο Ρέντφορντ παντρεύτηκε τη Λόλα Βαν Βάγκενεν και δημιούργησε οικογένεια. Το πρώτο του παιδί, ο Σκοτ, πέθανε από σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου λίγους μήνες μετά τη γέννησή του το 1959. Η Σόουνα γεννήθηκε το 1960, ο Ντέιβιντ το 1962 και η Έιμι το 1970. Καθώς η καριέρα του στην υποκριτική απογειωνόταν, ο Ρέντφορντ και η οικογένειά του μετακόμισαν στη Γιούτα το 1961, όπου αγόρασε δύο στρέμματα γης για μόλις 500 δολάρια και έχτισε ο ίδιος μια καλύβα.
Ο Ρέντφορντ πρωταγωνίστησε σε μια σειρά από επιτυχίες στη δεκαετία του 1970: Jeremiah Johnson· The Way We Were, μαζί με τη Μπάρμπρα Στρέιζαντ· The Great Gatsby· και με τον Ντάστιν Χόφμαν στο All The President’s Men το 1976, για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Όμορφος με τραχύ γοητευτικό τρόπο, ο Ρέντφορντ συχνά επιλεγόταν ως ρομαντικός πρωταγωνιστής σε ταινίες όπως το Out of Africa (1985), αλλά δεν ένιωθε πάντα άνετα με αυτή την ταμπέλα και φοβόταν ότι θα εγκλωβιστεί σε αυτό τον τύπο ρόλων. «Δεν έβλεπα τον εαυτό μου όπως με έβλεπαν οι άλλοι και ένιωθα κάπως παγιδευμένος, γιατί δεν μπορούσα να ξεφύγω από το κουτί του… ωραίου πρωταγωνιστή», είπε. «Ήταν πολύ κολακευτικό, αλλά ένιωθα περιοριστικό… χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να το αποτινάξω».
Μια διαρκής επιρροή
Το πάθος του Ρέντφορντ για το περιβάλλον και τον ανεξάρτητο κινηματογράφο συνδυάστηκε όταν ίδρυσε το Sundance Institute το 1981. Ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός στηρίζει «τον πειραματισμό και νέες φωνές στον αμερικανικό κινηματογράφο» καθώς και στο θέατρο, ενώ το θέρετρο του Ρέντφορντ στο Sundance, σε ένα φαράγγι πάνω από το Πρόβο της Γιούτα, φιλοξενεί ετήσια εργαστήρια για θεατρικούς συγγραφείς και σεναριογράφους.
Η ταινία που άφησε εποχή για τους ενήλικες της δεκαετίας ’70–’80 ήταν Τα καλύτερά μας χρόνια, που ακόμη και σήμερα βλέπεται ευχάριστα.
Η υπόθεση!
Οι παράλληλοι δρόμοι δύο συμφοιτητών, οι οποίοι γνωρίζονται κατά της δεκαετία του 1930 και ερωτεύονται παρά τις διαφορές τους. Η Κέιτι (Μπάρμπρα Στρέιζαντ) είναι μια πολιτικοποιημένη και μαχητική γυναίκα ενώ ο Χάμπελ (Ρόμπερτ Ρέντφορντ) ουδέτερος κι αδιάφορος για τα πολιτικά δρώμενα. Οι δυο τους, ο ένας στον αντίποδα του άλλου θα βρουν κοινό έδαφος στον έρωτα και θα ζήσουν μια μεγάλη ιστορία αγάπης. Μετά το κολέγιο οι δρόμοι τους χωρίζουν προσωρινά και διασταυρώνονται ξανά κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου· συνάπτουν σχέση και παντρεύονται. Οι διαφορές τους όμως είναι πολύ μεγάλες για να μπορέσουν να παραμείνουν μαζί, κι ας αγαπιούνται.
Δημοσίευση σχολίουDefault CommentsFacebook Comments