Η μέθοδος είναι πλέον γνωστή, αλλά παραμένει εξαιρετικά αποτελεσματική. Οι δράστες πραγματοποιούν αιφνιδιαστικά τηλεφωνήματα σε ηλικιωμένους, συχνά αργά τη νύχτα ή νωρίς το πρωί, επιλέγοντας ώρες που οι άνθρωποι είναι πιο ευάλωτοι. Συστήνονται ως αστυνομικοί ή γιατροί και μεταφέρουν ένα ψεύτικο αλλά εξαιρετικά ανησυχητικό σενάριο: ότι παιδί ή εγγόνι του ηλικιωμένου προκάλεσε τροχαίο δυστύχημα και κινδυνεύει να φυλακιστεί ή να αντιμετωπίσει ανεπανόρθωτες συνέπειες, εκτός εάν καταβληθεί άμεσα ένα χρηματικό ποσό ή ακόμη και χρυσαφικά. Η πίεση είναι τεράστια, καθώς το θύμα αιφνιδιάζεται και δεν έχει χρόνο να σκεφτεί ψύχραιμα. Σε αρκετές περιπτώσεις, για να ενισχυθεί η αληθοφάνεια, οι απατεώνες βάζουν στο τηλέφωνο ένα άτομο που κλαίει και υποδύεται τον συγγενή σε κατάσταση σοκ, πείθοντας τον ηλικιωμένο ότι η κατάσταση είναι πραγματική.

Η συνέχεια είναι επίσης καλά οργανωμένη. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, εμφανίζεται ένας συνεργός, ο «εισπράκτορας», προκειμένου να παραλάβει τα χρήματα ή τα κοσμήματα. Το πρόσωπο αυτό βρίσκεται στην Ελλάδα και λειτουργεί ως ενδιάμεσος, καθώς οι εγκέφαλοι των κυκλωμάτων δρουν κυρίως από το εξωτερικό, με πιο συχνή αναφορά τη Βουλγαρία. Αυτή η μεθοδολογία επιτρέπει στους πραγματικούς αυτουργούς να παραμένουν αθέατοι και να εκμεταλλεύονται την απελπισία των θυμάτων χωρίς να διακινδυνεύουν οι ίδιοι να βρεθούν αντιμέτωποι με τις ελληνικές αρχές.

Δεν πρόκειται για ένα καινούριο φαινόμενο. Οι τηλεφωνικές απάτες αυτού του τύπου εμφανίστηκαν στη χώρα μας περίπου πριν από δεκαπέντε χρόνια και έκτοτε εξελίχθηκαν σε πραγματική μάστιγα. Παρά το γεγονός ότι πολλές φορές τα περιστατικά δημοσιοποιούνται και οι αστυνομικές αρχές εκδίδουν οδηγίες πρόληψης, οι δράστες βρίσκουν συνεχώς νέα θύματα, κυρίως ηλικιωμένους που δεν έχουν επαρκή ενημέρωση ή που αιφνιδιάζονται από την ένταση της στιγμής. Το γεγονός ότι το σενάριο βασίζεται στον φόβο για την ασφάλεια αγαπημένων προσώπων καθιστά την απάτη ιδιαίτερα πειστική, ακόμη και για ανθρώπους που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν δύσκολο να παραπλανηθούν.

Η σύλληψη στη Λάρισα αποτελεί άλλη μία επιτυχία της ΕΛ.ΑΣ. στον αγώνα κατά αυτών των εγκληματικών δικτύων, όμως αναδεικνύει και την ανάγκη για διαρκή εγρήγορση. Οι πολίτες πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τα σημάδια της απάτης και να γνωρίζουν πώς να αντιδράσουν. Κανένας αστυνομικός ή γιατρός δεν πρόκειται να ζητήσει χρήματα για την αποφυγή συνεπειών από τροχαίο ατύχημα. Οποιοδήποτε τηλεφώνημα με τέτοιο περιεχόμενο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ύποπτο και να καταγγέλλεται αμέσως στην αστυνομία.

Το βασικότερο μέτρο πρόληψης, ωστόσο, είναι η ενημέρωση των ηλικιωμένων από τα νεότερα μέλη της οικογένειας. Παιδιά και εγγόνια οφείλουν να εξηγήσουν στους μεγαλύτερους ότι τέτοιες απάτες είναι συχνές και ότι σε περίπτωση τηλεφωνήματος θα πρέπει πρώτα να επικοινωνούν μαζί τους ή να καλούν αμέσως το «100». Η διαρκής υπενθύμιση και η συζήτηση μέσα στην οικογένεια μπορεί να σώσει περιουσίες, αλλά κυρίως να προστατεύσει ανθρώπους από σοβαρό ψυχολογικό τραυματισμό.

Οι τηλεφωνικές απάτες με πρόσχημα το τροχαίο ατύχημα αποδεικνύουν πώς το οργανωμένο έγκλημα προσαρμόζεται και εκμεταλλεύεται τις ανθρώπινες αδυναμίες. Δεν αρκεί η αστυνομική δράση, αλλά απαιτείται κοινωνική επαγρύπνηση και αλληλεγγύη.

Όσο οι ηλικιωμένοι νιώθουν μόνοι και ανενημέρωτοι, τόσο θα παραμένουν εκτεθειμένοι σε αυτού του είδους τα κυκλώματα. Η προστασία τους είναι υπόθεση όλων μας. Η ενημέρωση, η ψυχραιμία και η εγρήγορση είναι τα πιο ισχυρά όπλα απέναντι σε μία εγκληματική πρακτική που, αν και μετρά περίπου δεκαπέντε χρόνια παρουσίας στην Ελλάδα, συνεχίζει να βρίσκει πρόσφορο έδαφος.

 

* Ο Απόστολος Καψάλης είναι ανθυπαστυνόμος, ταμίας της Ένωσης Αστυνομικών Λάρισας, αντιπρόσωπος της ΠΟΑΣΥ Ειδικός στο Κυβερνοέγκλημα και την Κυβερνοασφάλεια (ΜSc)

eleftheria.gr